- λαθροδήκτης
- (Latrodectus). Γένος μικρών, δηλητηριωδών αραχνών της τάξης araneae, της οικογένειας therididae. Ξεχωρίζει από τα κόκκινα στίγματα που φέρει στη μαύρου χρώματος κοιλιά της. Ζει κατά μέσο όρο 1 έως 3 χρόνια και τα θηλυκά γεννούν χιλιάδες αβγά το καλοκαίρι. Το γένος περιλαμβάνει έξι είδη που απαντούν κυρίως σε θερμά κλίματα. Συναντάται κυρίως στην Αμερική καθώς και στη νότια Ευρώπη, από την Ιβηρική χερσόνησο μέχρι τα Βαλκάνια. Χαρακτηρίζεται και ως μαύρη χήρα. Το δάγκωμά της είναι οδυνηρό και μπορεί να αποδειχθεί επικίνδυνο για ευαίσθητα άτομα. Μόνο τα θηλυκά άτομα είναι δηλητηριώδη.
Η αράχνη λαθροδήκτης, γνωστή με την κοινή ονομασία μαύρη χήρα.
* * *(I)λαθροδήκτης και λαθροδάκτης, ὁ (Α)αυτός που δαγκώνει ύπουλα, κρυφοδαγκανιάρης («κύνες λυσσῶντες, λαθροδῆκται», Ιγνάτ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < λαθρ(ο)-* + δήκτης < δάκνω), πρβλ. θηριο-δήκτης. Ο τ. λαθροδάκτης < λάθρα + -δάκτης (< δάκνω)].————————(II)οζωολ. γένος δηλητηριωδών αραχνιδίων τής οικογένειας theridiidae.
Dictionary of Greek. 2013.